μοιρολογώ

μοιρολογώ
και μυρολογώ -έω και -άω (ΑΜ μοιρολογῶ, -έω)
(νεοελλ.-μνσ.)
1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια
2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο
αρχ.
λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να τού συμβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος (< μοῖρα + -λόγος < λέγω). Κατ' άλλους, ο τ. μοιρολογώ προήλθε από το ρ. μυρολογώ με αρχική σημ. «αλείφω με μύρα νεκρό», κατ' επίδραση τής λ. μοίρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιρολογώ — μοιρολογώ, μοιρολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. μοιρολογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοιρολογώ — μοιρολόγησα, μοιρολογήθηκα, μοιρολογημένος, θρηνώ νεκρό, λέω μοιρολό(γ)ια: Μοιρολογούσε το γιο της χρόνια ολόκληρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι …   Dictionary of Greek

  • αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος …   Dictionary of Greek

  • ανολολύζω — ἀνολολύζω (Α) [ολολύζω] Ι. (μτβ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά II. (μτβ.) 1. θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον 2. ζητώ με κραυγές τη βοήθεια κάποιου 3. εξεγείρω με βακχικές κραυγές …   Dictionary of Greek

  • αποκωκύω — ἀποκωκύω (Α) μοιρολογώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

  • θρηνολογώ — άω (ΑΜ θρηνολογῶ, έω) θρηνώ, μοιρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. βραχυ λογώ, πολυ λογώ)] …   Dictionary of Greek

  • θρηνωδώ — (ΑΜ θρηνῳδῶ, έω) [θρηνωδός] θρηνολογώ, μοιρολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”