μοιρολογώ — μοιρολογώ, μοιρολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. μοιρολογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μοιρολογώ — μοιρολόγησα, μοιρολογήθηκα, μοιρολογημένος, θρηνώ νεκρό, λέω μοιρολό(γ)ια: Μοιρολογούσε το γιο της χρόνια ολόκληρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι … Dictionary of Greek
αμοιρολόγητος — και λόητος, η, ο [μοιρολογώ] (για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος … Dictionary of Greek
ανολολύζω — ἀνολολύζω (Α) [ολολύζω] Ι. (μτβ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά II. (μτβ.) 1. θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον 2. ζητώ με κραυγές τη βοήθεια κάποιου 3. εξεγείρω με βακχικές κραυγές … Dictionary of Greek
αποκωκύω — ἀποκωκύω (Α) μοιρολογώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»] … Dictionary of Greek
θρηνολογώ — άω (ΑΜ θρηνολογῶ, έω) θρηνώ, μοιρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. βραχυ λογώ, πολυ λογώ)] … Dictionary of Greek
θρηνωδώ — (ΑΜ θρηνῳδῶ, έω) [θρηνωδός] θρηνολογώ, μοιρολογώ … Dictionary of Greek